- δίσευνος
- δίσευνος, -ον (Α)αυτός που έχει δύο συζύγους.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + ευνή «κρεβάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίσευνος — with two wives masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek